Η χοληδόχος κύστη είναι ο χώρος αποθήκευσης της χολής, μιας ουσίας που παράγεται από το ήπαρ (συκώτι) και χρησιμεύει στην πέψη των λιπαρών τροφών. Η χολή χύνεται από το ήπαρ προς το έντερο και συγκεκριμένα στο δωδεκαδάκτυλο μέσα από ένα σωλήνα που λέγεται χοληδόχος πόρος, στον οποίο καταλήγει ένα δίκτυο μικρότερων σωλήνων που βρίσκεται μέσα στο ήπαρ, τα χοληφόρα αγγεία. Η χοληδόχος κύστη είναι απλά κολλημένη στο ήπαρ αλλά δεν επικοινωνεί με αυτό απευθείας. Αντίθετα υπάρχει ένας άλλος σωλήνας, ο κυστικός πόρος ο οποίος συνδέει τη χοληδόχο κύστη με τον χοληδόχο πόρο. Όταν τρώμε η χοληδόχος κύστη συσπάται και αδειάζει τη χολή στον κυστικό πόρο και από εκεί στο χοληδόχο πόρο και στο έντερο.
Η συνηθέστερη πάθηση της χοληδόχου κύστης είναι η χολολιθίαση, η παρουσία δηλαδή λίθου στη χοληδόχο κύστη. Η χολολιθίαση εμφανίζεται σε ένα ποσοστό 30% περίπου των ανθρώπων και μπορεί να παρουσιαστεί σε όλες τις ηλικίες και στα δύο φύλα. Περισσότερο συχνά εμφανίζεται σε γυναίκες γύρω στην ηλικία των 50 ετών, σε παχύσαρκα άτομα, μετά από πολλές εγκυμοσύνες. Οι λίθοι μπορεί να είναι πολλαπλοί ή μονήρεις , ποικίλης σύστασης και διαφόρων μεγεθών από χιλιοστά ως αρκετά εκατοστά. Η χολολιθίαση συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα και πόνο και διαγιγνώσκεται σε τυχαίο προληπτικό έλεγχο ή σε έλεγχο της κοιλιάς για άλλη αιτία. Η μέθοδος εκλογής για τη διάγνωση της χολολιθίασης είναι το υπερηχογράφημα. Ο υπέρηχος της χολής δίνει χαρακτηριστικές διαγνωστικές εικόνες για τη χολολιθίαση και υπερτερεί στην συγκεκριμένη κατάσταση έναντι των υπόλοιπων απεικονιστικών μεθόδων. Η σημασία της διάγνωσης της χολολιθίασης έγκειται στο γεγονός ότι η παρουσία λίθων στη χοληδόχο κύστη αποτελεί εν δυνάμει αιτία που μπορεί να οδηγήσει σε ανύποπτο χρόνο σε οξεία χολοκυστίτιδα, φλεγμονή δηλαδή της χοληδόχου κύστης καθώς και σε άλλες καταστάσεις πιο σοβαρές, κάποιες από τις οποίες χρειάζονται επείγουσα αντιμετώπιση. Η οξεία χολοκυστίτιδα αποτελεί οξεία κατάσταση που περιλαμβάνει έντονα συμπτώματα όπως πόνο ψηλά στην κοιλιά, στο κέντρο ή προς τα δεξιά κάτω από τα πλευρά (επιγάστριο ή δεξιό υποχόνδριο) με πιθανή αντανάκλαση στην πλάτη δεξιά, ναυτία, έμετο και πυρετό. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται κάλυψη του ασθενούς με αντιβιοτικά και επείγουσα χολοκυστεκτομή, δηλαδή χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση της χοληδόχου κύστης. Άλλη συχνή επιπλοκή της χολολιθίασης είναι ο αποφρακτικός ίκτερος. Αυτός συμβαίνει όταν μικρές πέτρες από τη χοληδόχο κύστη κατεβούν μέσα από το χοληδόχο πόρο και τον φράξουν. Τότε η χολή αντί να χυθεί στο έντερο γυρίζει προς το ήπαρ και μπαίνει στην κυκλοφορία του αίματος προκαλώντας την εμφάνιση κίτρινου χρώματος στο δέρμα και αποχρωματισμό των κοπράνων. Στην περίπτωση αυτή διενεργείται αρχικά μια ειδική ενδοσκόπηση που λέγεται ERCP και αφαιρείται ο σφηνωμένος λίθος και κατόπιν προγραμματίζεται η χολοκυστεκτομή, εκτός εάν αποτύχει η ERCP, οπότε διενεργείται κανονική χειρουργική επέμβαση απευθείας. Άλλη συχνή επιπλοκή της χολολιθίασης είναι η οξεία παγκρεατίτιδα. Επίσης έχει αποδειχθεί πως η πολυετής παραμονή λίθων στη χοληδόχο κύστη αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη καρκίνου της χοληδόχου κύστης, ενός καρκίνου αρκετά επιθετικού. Όσο αφορά τους πολύποδες της χοληδόχου κύστης, αυτοί είναι συνήθως καλοήθεις, αλλά υπάρχουν όμως και προκαρκινικές μορφές πολυπόδων που μπορεί να οδηγήσουν σε καρκίνο της χοληδόχου κύστης. Επειδή ο διαχωρισμός του καρκίνου από τον πολύποδα της χοληδόχου κύστης είναι δύσκολος απεικονιστικά, στις περιπτώσεις αυτές συνιστάται παρακολούθηση και αν πρόκειται για πολλαπλούς πολύποδες ή αν αυτοί αυξάνονται σε μέγεθος και ξεπερνούν τα 5 - 6 χιλιοστά τότε συνιστάται χολοκυστεκτομή και σε αυτή την περίπτωση. Γίνεται σαφές λοιπόν πως ο έλεγχος της χοληδόχου κύστης με υπερηχογράφημα είναι πολύ σημαντικός λόγω των προαναφερθέντων καταστάσεων τόσο επί συμπτωμάτων όσο και σε προληπτική βάση. Όταν αφαιρείται η χοληδόχος κύστη, κόβεται μόνο ο κυστικός πόρος και έτσι δεν επηρεάζεται η ροή της χολής και η λειτουργία της πέψης. Το ήπαρ συνεχίζει να παράγει και να προωθεί κανονικά τη χολή προς το έντερο, μόνο που δεν την αποθηκεύει πια στη χοληδόχο κύστη. Συνεπώς μπορεί κανείς να ζει κανονικά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και χωρίς χοληδόχο κύστη. Όταν διαγιγνώσκεται χολολιθίαση πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να προγραμματισθούν για χολοκυστεκτομή σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η χολοκυστεκτομή στις μέρες μας είναι σχετικά εύκολη χάρη στη λαπαροσκοπική μέθοδο. Είναι σίγουρα προτιμότερη από κάθε άποψη, μια προγραμματισμένη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, παρά μια επείγουσα χολοκυστεκτομή σε οξεία χολοκυστίτιδα. Το υπερηχογράφημα αποτελεί μια εξέταση ανώδυνη, σύντομη και αξιόπιστη στη διάγνωση και παρακολούθηση των παθήσεων της χοληδόχου κύστης και ως εκ τούτου ο καθένας θα πρέπει να την συμπεριλάβει στον προληπτικό του έλεγχο, καθώς μια απλή εξέταση μπορεί να προλάβει διάφορες επιπλοκές οι οποίες μπορούν να αποβούν από επίπονες έως και ιδιαίτερα σοβαρές για την υγεία του καθενός από εμάς.
ΗΛΙΑΣ Α. ΝΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΚΟΡΜΑΣ
ΙΑΤΡΟΣ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΓΝΩΣΤΗΣ ΙΑΤΡΟΣ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΓΝΩΣΤΗΣ